Πέμπτη 24 Απριλίου 2008

Φιλαρέτη Κομνηνού

Ηθοποιός «δικιά μας», επιστρέφει στα πάτρια εδάφη υποδυόμενη τη νόμιμη σύζυγο του Τζον Γαβριήλ Μπόρκμαν στο ομότιτλο έργο του Χένρικ Ίψεν, που ανεβαίνει από τις 2 Μαΐου στη Μονή Λαζαριστών, και μας μιλά για τον ρόλο της, το θέατρο και την πόλη

Μιλήστε μας λίγο για το ρόλο της Γκούντχιλντ. Πώς τον πλησιάσατε;
Επειδή έχω παίξει μέχρι τώρα τρεις ρόλους του Στρίντμπεργκ, έχει προηγηθεί και η «Έντα Γκάμπλερ» του Ίψεν, αν θέλεις, έχω κάνει μια μελέτη, εντός εισαγωγικών, των ηρωΐδων των Σκανδιναβών συγγραφέων. Αυτούς τους δύο συγγραφείς, τον Στρίντμπεργκ και τον Ίψεν, η γυναικεία μορφή τους έχει απασχολήσει, τους έχει βασανίσει, τους έχει προβληματίσει. Η Γκούντχιλντ είναι μια φιγούρα γυναίκας, που μην έχοντας αυτό που θέλει, γίνεται ένα συμπαγές πλάσμα, έτσι τουλάχιστον την αντιλαμβάνομαι εγώ, αλλά κι έτσι την χαρακτηρίζει ο Ίψεν, «είναι φτιαγμένη από μέταλλο» λέει. Επειδή είναι κι ένα ψυχολογικό θέατρο, οι αφορμές και αιτίες γι’ αυτό είναι το ότι πρόκειται για ένα άτομο που δεν έχει αγαπηθεί ουσιαστικά. Η Γκούντ-χιλντ είναι σε διαρκή ανταγωνισμό με την αδερφή της και νιώθει πως άλλα ήθελε κι ονειρεύτηκε, όμως αναγκάστηκε να μείνει τελικά σε αυτό το σπίτι, αυτή στον κάτω όροφο κι ο Μπόρκμαν στον πάνω, σαν να είναι η ίδια δεσμοφύλακας και μαζί φυλακισμένη. Η μόνη της διέξοδος, για να δώσει νόημα στην ύπαρξή της, είναι ο γιος της. Και με το γιο της έχει δημιουργήσει σχέση εξάρτησης, γιατί μόνο μέσω του παιδιού της μπορεί να δώσει συνέχεια στη δική της ζωή.
Θα λέγατε πως στη σχέση της με το γιο υπάρχει και το ερωτικό στοιχείο;
Αυτό δεν είναι κάτι μακρινό, ούτε είναι ειδική περίπτωση. Αν κοιτάξει κανείς γύρω του, και ειδικά σε εμάς τους μεσογειακούς λαούς, οι σχέσεις πολλών γυναικών και των παιδιών τους φτάνουν σε τέτοια όρια εξάρτησης και ψυχοπαθολογίας που φτάνεις σε σημείο να αναρωτιέσαι, αν είναι αυτή η περίφημη αγάπη για τον άλλο ή αν είναι αγάπη για σένα τον ίδιο.
Η Γκούντχιλντ τι σχέση έχει με τους άλλους χαρακτήρες;
Το έργο είναι εξαιρετικά σκληρό. Είναι αυτό που λέγαμε παλαιότερα και σήμερα ακούγεται βαρύγδουπο: είναι αβυσσαλέο, γιατί δείχνει τρία - τέσσερα άτομα πάνω στη σκηνή, που το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι ο εαυτός τους. Ακούγεται λοιπόν κάπου στο έργο μια συγκλονιστική φράση: « Η φιλία μας στηρίζεται στο ότι, τόσο καιρό, ο ένας έλεγε ψέματα στον άλλο και τροφοδοτούσε το εγώ το άλλου». Ακόμα και τη φιλία λοιπόν υπονομεύει ο Ίψεν. Και διαπιστώνεις κάτι τέτοιο σε ένα έργο που έχει γραφτεί έναν αιώνα πριν! Κι όμως, οι ανθρώπινες σχέσεις δεν αλλάζουν, αλλάζει η τεχνολογία, αλλάζουν κάποιοι κανόνες ηθικής, οι πόλεις, αλλά το ανθρώπινο πλάσμα παραμένει το ίδιο ανεξερεύνητο και άγριο υλικό.
Γιατί διαλέγετε συνήθως έργα του κλασικού ρεπερτορίου; Είναι αυτό που περιγράφετε, ότι παραμένουν επίκαιρα έναν αιώνα μετά;
Κοιτάξτε, ας μη γενικεύουμε, πολλά έργα είναι ξεπερασμένα λόγω του ρομαντισμού τους, που τα κάνει πια να μην αντέχουνε σε μια εποχή που η βία, ο κυνισμός, οι φόβοι στο αίσθημα και τη συναισθηματική προσφορά, έχουν γίνει καθημερινός τρόπος αντίληψης. Οι άνθρωποι σήμερα δεν είναι διατεθειμένοι να αντιληφθούν την αγάπη μέσα από συμπεριφορές που χαρακτήριζαν τους ανθρώπους του προηγούμενοι αιώνα. Το θέλω μου, πάντως, είναι να παίξω σε ένα σπουδαίο έργο με σύγχρονη γραφή. Απλώς θέλω κι εγώ να έχω χτυπήσει φλέβα πραγματική και να μην γίνει επειδή θέλω να κάνω και καλά κάτι πρωτοποριακό, κάτι μεταμοντέρνο, και να το εκβιάζουμε αυτό. Αν το αισθανθώ, θα το κάνω.
Είστε επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Θεάτρου. Ποια είναι η σχέση σας με τη διδασκαλία;
Η διδασκαλία με ενδιαφέρει γιατί αποτελεί ένα δημιουργικό κομμάτι, μέσα από αυτήν ανανεώνω κι εγώ το ενδιαφέρον μου για το θέατρο, θεωρώ δηλαδή πως είναι ένας χώρος έρευνας. Δεν μ’ αρέσει να προχωράω απ’ ευθείας στο αποτέλεσμα: δείχνω στα παιδιά τη διαδικασία της έρευνας των δυνάμεων που διαθέτουνε. Ένας επαγγελματίας ηθοποιός μπορεί εύκολα να περάσει σε κάποια συνταγή, να αρχίσει να μηρυκάζει με στείρο τρόπο αυτό που έχει καταφέρει. Η διδασκαλία και η επαφή με τα παιδιά σε αναγκάζει να ψάχνεις νέες φόρμες, καινούρια μονοπάτια εκφραστικά. Η εγρήγορση του μυαλού μου έτσι, με ενεργοποιεί ως ηθοποιό.
Η συνεργασία σας με τον Γιώργο Μιχα-λακόπουλο πώς ήταν;
Το να συναντάς τέτοιους ανθρώπους, που όπως λέμε εμείς, «έχουνε φάει τη σκηνή με το κουτάλι» είναι μια μεγάλη εμπειρία. Σαν άνθρωπος και συνεργάτης είναι αυτό που λες αληθινός κύριος, έχει μια αρχοντιά και μια γενναιοδωρία. Επίσης είναι χορτασμένος από τα δώρα της ζωής και του θεάτρου, κι έχει αυτή την ηρεμία στη συμπεριφορά του και με τους συνεργάτες του. Και το επισημαίνω αυτό γιατί δεν είναι από τα πιο αυτονόητα πράγματα στη δουλειά μας.
Εντελώς διαφορετικός από το ρόλο του Μπόρκμαν που υποδύεται λοιπόν.
Α, ναι! Ο Μπόρκμαν είναι αξιολύπητος μέσα στην εγωπάθειά του και την εικονική πραγματικότητα του κόσμου που έχει δει και στον οποίο πιστεύει.

Πώς είναι να έρχεστε στη Θεσσαλονίκη όπου ζήσατε για τόσα χρόνια, ως επισκέπτρια;
Ξαναγυρίζω στα πάτρια εδά-φη, έχει κάτι πιο ιδιαίτερο όταν παίζω στη Θεσσαλονίκη σε ένα κοινό όπου νιώθω ότι λίγο πολύ είναι οικογενειακό και συγγενικό το περιβάλλον. Καμιά φορά τη Θεσσαλονίκη την αγαπάς περισσότερο όταν σου λείπει, όταν τη στερείσαι, και η σχέση σου μπαίνει σε άλλη διάσταση πια. Τα τελευταία χρόνια αισθάνομαι πως έχει πάθει μια καθίζηση σε πολλά επίπεδα, δεν είναι η Θεσσα-λονίκη που ήξερα, που αγαπούσα, που έζησα εγώ. Κι όταν έφυγα ήταν ακόμα εν βρασμώ… Όταν ο γιος μου ανέβηκε με την «Κατσαρίδα», για μένα ήταν εξαιρετικά αισιόδοξο, το ότι είχε έτσι φουλ κόσμο, το ότι υπάρχει ένα εναλλακτικό κοινό, νεανικό. Στην Αθήνα τέτοιες ομάδες υπάρχουνε πολλές, και υπάρχουν πολλά τέτοια θεατρικά στέκια. Πρέπει ακόμα και θεατρικές στέγες να βρεθούνε διαφορετικές. Να, έμαθα πως η παράσταση του Βαρλικόφσκι που ανέβηκε στο Ευρωπαϊκό Βραβείο Θεάτρου (σ.σ. το «Καθαροί, πια»), εγώ την είχα δει στην Αβινιόν σε ένα εντελώς περιθωριακό θέατρο, και την έπαιξαν τώρα στο Βασιλικό… με τέτοιο θέμα, τέτοια αισθητική, το να την βάλεις τώρα σε τέτοια θέατρο είναι φάλτσο, σαν η παράσταση να ξερνάει το χώρο -και αντίστροφα, σαν κι ο χώρος να ξερνάει την παράσταση…
info: «Τζον Γαβριήλ Μπόρκμαν», του Χένρικ Ίψεν, σε μετάφραση Ερρίκου Μπελιέ και σκηνοθεσία Γιώργου Μιχαλακόπουλου (βλ. θέατρα)

Παίζει τον έναν από τους τρεις ρόλους του έργου «Το όνειρο της διπλανής πόρτας» του Νιλ Σάιμον, όπου δύο νεαροί Νεουρκέζοι προσπαθούν να εκδώσουν ένα πολιτικό περιοδικό που θα ταράξει τα νερά, ενώ η επαρχιώτισσα γειτόνισσά τους εξακολουθεί να πιστεύει στο παλαιό αμερικάνικο όνειρο

Δεν υπάρχουν σχόλια: