Πέμπτη 20 Μαρτίου 2008

Εδώ σαργοίιιιι ....

(η συνέχεια και το τέλος της τετραλογίας της Κούλας και της Κατινίτσας)

Έτσι λοιπόν, με αυτοσυγκράτηση και με κρυφή λύσσα, Κούλα και Κατινίτσα προσεποιούντο τις φίλες και τις «δεν έχουμε τίποτε να μοιράσουμε καλέ, αντιθέτως». Η Κούλα μπαινόβγαινε στα σαλόνια των φιλενάδων της και έκανε τη μικρομέγαλη του τετραγώνου της, η Κατινίτσα το έπαιζε δυναμική ενζενύ, και έμπαιναν και οι δύο στις μύτες αλλήλων, με τρόπο όμως και τακτ, όπως αρμόζει σε καθωσπρέπει κυρίες.

Μέχρι που μια φορά, τέτοιες πρώιμες ανοιξιάτικες μέρες ήσαν, που είθισται η Κουλίτσα να γιορτάζη την λεγομένη «Κυριακή της Ορθολοξίας», τρώγοντας κατά παράδοσιν ψάρια. Είχε βγη λοιπόν η μαντάμ για ψώνια, και, περνώντας από την ψαραγορά, μέσα στις άλλες φωνές και τη χλαλοή, άκουσε έναν ψαρά με στεντόρεια φωνή να διαφημίζη την πραμάτεια του «Εδώ σαργοίιιιιι».

Ε, λοιπόν, αυτό ήταν. Η φράση του ψαρά, κάτι της θύμισε, που της έλεγε η γιαγιά της (εκείνη μιλούσε στην καθαρεύουσα). Κάποια φράση που έμοιαζε, τέλος πάντων, που σήμαινε «ντροπή για κάποια πόλη» - αλλά δεν τη θυμόταν ακριβώς τη φράση κι ούτε την πόλη (καθόσον την ψιλοβαριόταν την γιαγιά της, και δεν πολυδιάβαζε και στο σχολείο).

Πάντως, την κεντρική ιδέα τη θυμήθηκε από το «εδώ σαργοίιιιι» του ψαρά, και της ανέβηκε στο κεφάλι το για μήνες λιμνάζον αίμα της. Και μια και δυο, παρατάει αγορά και ψώνια, πετάει κάτω τις τσάντες, και χωρίς ούτε παπούτσια ν’ αλλάξη, τραβάει για τη δυτική γειτονιά και αρχίζει τις φωνές στις προδότρες φιλενάδες της.
«Τελείωσαν τα ψέματα, κυρίες μου, ή αυτή ή εγώ» τους ξέκοψε.
“βρε Κούλα, βρε Κουλίτσα, τι σε έπιασε πάλι, δεν το βλέπεις, με ειδικές ανάγκες είναι το καημένο, το παγιαβλό, δεν το λυπάσαι...» την καλόπιασαν εκείνες.

«Έτσι και στα επόμενα πάρτι την καλέσετε με το επώνυμό της ή την αναγγείλη έτσι κάνας μπάτλερ, δεν ξέρω κι εγώ τι θα γίνη, θα εκτραπώ σαν τον Αχελώο, σας το λέω» συνέχισε ανένδοτη η Κουλίτσα, με τη φράση του ψαρά να αντηχή ακόμη στους παραζαλισμένους λαβυρίνθους της («μα, να δης πώς το ’λεγε η γιαγιά», τριβέλιζε εν τω μεταξύ το μυαλό της ...).

Οι φιλενάδες της άρχισαν να αγριεύουν. Η αλήθεια είναι ότι της τα είχαν μαζέψει από χρόνια και καιρούς της Κουλάρας που δεν εννοούσε να κουλάρη και να τις αφήση σε ησυχία.

Από την άλλη όμως, σαν έξυπνες και μορφωμένες κυρίες που ήσαν, περιμαζώξανε και τα τρίξανε λίγο τα δόντια και στην ενζενύ, που νόμιζε ότι θα κατακτήση το Μανχάταν με το εξ αδιαιρέτου της.

Κουλίτσα και Κατινίτσα άλλωστε, είχαν και προβλήματα. Η πρώτη, περιΔΕΗς από κάτι απεργίες της ηλεκτρικής εταιρείας, είδε και έπαθε να τις κηρύξη παράνομες και καταπρηστικές. Η δεύτερη πάλι είχε τα μόνιμα προβλήματα με τα αδελφοξάδελφα, τα ψωραλέα της μακαρίτισσας κυρα-Γιούλας.

Κι έτσι, η λύση βρέθηκε, πρυτανευούσης της καλής θελήσεως του αν μπορείς κάνε κι αλλέως. Η Κουλάρα και η ενζενύ Κατινίτσα συμφώνησαν ότι η δεύτερη θα πάρη το ένδοξο και διαφιλονικούμενο επώνυμο της μαμάς της πρώτης, αλλά με την κατάληξη «-πούλου». Έτσι, η μεν μικρή θα μπορή να καυχάται στις φιλενάδες των δυτικών προαστίων ότι «ε, έβαλα και το ‘πούλου’ διότι ειμαι μικρή και χαριτωμένη», ενώ από την άλλη, η Κουλίτσα θα μπορή να διαδώση ούρμπις ετ όρμπις ότι η αντίζηλός της πήρε «τον πούλο» (ή, όπως τις ξέφευγε καμιά φορά και τα πρόφερε χύδην και λαϊκοτρόπως, «το μπούλο») - κι όσο για κοτέτσι ή μονοπάτι για την παραλία, ας ονειρεύεται, η τυχάρπαστη.

Η Κουλίτσα τα είχε καταφέρει για μια ακόμα φορά να κρατήση την πόζα ψηλότερα απ’ το τακούνι της. Όσο για την Κατινίτσα, σιγά ... Από κει πήγαν κι άλλοι

Δεν υπάρχουν σχόλια: