Πέμπτη 20 Μαρτίου 2008
Έτσι καθώς μπαίνουμε στην άνοιξη...
Τετάρτη βράδυ πήγα μόνος μου στο -υπόγειο- Μικρό Θέατρο να παρακολουθήσω την 55η ανοιχτή πρόβα του Κώστα Θεοδώρου, που αυτή τη φορά ήταν ένα σλάιτς σόου με συνοδεία μουσικής. Πριν αρχίσει η παράσταση χαιρετήθηκα με τον Γιώργο, έναν παλιό φίλο του Θεοδώρου από τα μέρη του κι επειδή ο χώρος δεν ήταν και τόσο γεμάτος όπως άλλες φορές, του είπα «σήμερα παίζουν κι άλλα πράγματα στην πόλη, είναι και το φεστιβάλ ντοκιμαντέρ…».
Στη σκηνή υπήρχε στημένη μια οθόνη και βγήκε δίπλα της ο Κώστας Θεοδώρου και είπε ότι στην αρχή θα προβαλόταν μια μικρή ενότητα με μερικές δικές του φωτογραφίες, θα ακολουθούσε μια ενότητα της Φωτεινής Ποταμιά κι έπειτα μια ακόμα ενότητα του Σωκράτη Νίκογλου πριν το διάλειμμα και μετά το διάλειμμα μια ενότητα του Λάμπρου Κυριακού, ενώ η προβολή θα έκλεινε πάλι με μια μικρή ενότητα του ίδιου.
Τα φώτα χαμήλωσαν κι άρχισε η προβολή με τον Κώστα Θεοδώρου να παίζει (αθέατος) μουσική πίσω από την οθόνη. Η δική του φωτογραφική ενότητα ήταν λιτή και είχε μερικές πολύ εντυπωσιακές εναέριες φωτογραφίες (από πού;), η δεύτερη ενότητα ήταν πιο δεμένη και εκτεταμένη, με αρκετές εικόνες «νεκρής φύσης» και καλλιτεχνική αισθητική, ενώ η τρίτη ήταν σχεδόν αφηγηματική, σαν βουβή ταινία μικρού μήκους, με ευδιάκριτα «κοινωνικά σχόλια» για την εποχή μας. Τα όργανα άλλαζαν από ενότητα σε ενότητα, όπως και οι μουσικοί ήχοι, «μοντάροντας» τέλεια (σαν soundtrack) τη διαδοχή των εικόνων και προσφέροντας, μέσα από τον συντονισμό των εναλλασσόμενων ρυθμών των εικόνων και της μουσικής, μια ψευδαίσθηση κίνησης των εικόνων. Η (μία περίπου) ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβω και ήρθε το διάλειμμα και ο Κώστας Θεοδώρου είπε πως υπάρχει κρασί για όσους θέλουν, υπάρχουν οι (αναμνηστικές) κάρτες-αφίσες της πρόβας, υπάρχει και το «κουτί χορηγίας» για όσους θέλουν να βάλουν κάτι για τα έξοδα της παράστασης (καθώς η είσοδος είναι ελεύθερη).
Είδα ότι είχε έρθει και ο φίλος μου ο Μήτσος που είχαμε δώσει ραντεβού και με ρώτησε: «Θα μείνουμε;» κι εγώ του είπα: «Πάμε καλύτερα να πιούμε κάτι». Κατευθύνθηκα πρώτος προς την έξοδο και είδα τον Μήτσο να ρίχνει κάποιο χαρτονόμισμα στο «κουτί χορηγίας», έτσι μετά τον ρώτησα: «Γιατί έριξες χρήματα, αφού ήρθες λίγο πριν το διάλειμμα;» Κι αυτός μου απάντησε δηκτικά: «Έβαλα για σένα, που είδες και άκουσες αρκετά…». Και μετά, έξω, με ρώτησε: «Δεν σου άρεσε αυτήν τη φορά;» Το σκέφτηκα λίγο και του είπα κάπως αβέβαια: «Καλό ήταν και μάλλον το δεύτερο μέρος θα ήταν ακόμα καλύτερο, αλλά… ήταν σαν να έβλεπα σινεμά, δεν το προσελάμβανα σαν λάιβ».
Πήγαμε για ποτά και φεύγοντας μετά, με το αυτοκίνητο, είδαμε κόσμο έξω από το Παλαί ντε Σπορ και θυμηθήκαμε πως είχε συναυλία από την Ορχήστρα Μίκης Θεοδωράκης για τους πυροπαθείς του καλοκαιριού (με κράχτη τον Λάκη Λαζόπουλο). «Όλα τα μαγαζιά απόψε, για όλα τα γούστα, φαίνεται πως ήταν γεμάτα» σκέφτηκα.
Σάββατο βράδυ πήγαμε με έναν φίλο μου επιχειρηματία στο Μέγαρο Μουσικής και παρακολουθήσαμε την όπερα «Ιούλιος Καίσαρας». Παρόλο που η διάρκεια της παράστασης ήταν -μαζί με τα δύο διαλείμματα- τρεισίμιση ώρες, περάσαμε καλά, καθώς το μουσικό ρυθμό κρατούσε κυρίως μια διαδοχή από πολύ μελωδικές άριες που επέτρεπαν στους πρωταγωνιστές να επιδεικνύουν τις (εξαιρετικές είναι η αλήθεια) φωνητικές τους ικανότητες.
Ο φίλος μου ο επιχειρηματίας με ρώτησε γιατί το ρόλο του Ιούλιου Καίσαρα τον ερμηνεύει γυναίκα και του εξήγησα ότι «τον 18ο αιώνα, σε αυτό το είδος της όπερας, της opera seria, τους πρωταγωνιστικούς ρόλους αναλάμβαναν, μαζί με τις σοπράνο, οι τραγουδιστές castrati οποίοι ευνουχίζονταν σε νεαρή ηλικία για να διατηρήσουν την καθαρή χροιά της αγορίστικης φωνής που συνδυάζονταν -λέει- με τη δύναμη της αντρικής φωνής… Όπως καταλαβαίνεις, δεν υπάρχουν πια ευνούχοι castrati, άρα τους ρόλους αυτούς τους αναθέτουν πια σε γυναίκες».
Μετά τις 12 τα μεσάνυχτα που τελείωσε η παράσταση κατεβήκαμε στο κέντρο και από την πλατεία της ΧΑΝΘ και μετά είχε τέτοια κίνηση, όχι μόνο τροχοφόρων αλλά και πεζών, που ήταν σαν σαββατόβραδο της Ανάστασης. Σχολούσαν οι τελευταίες προβολές των κινηματογράφων και οι τελευταίες παραστάσεις των θεάτρων –κόσμος παντού! «Δραπετεύουν -επιτέλους!- οι φυλακισμένοι της τιβί» σκέφτηκα. Κι αυτό μου έφτιαξε τη διάθεση, σαν να ήταν πράγματι Ανάσταση. Λες;
Στη σκηνή υπήρχε στημένη μια οθόνη και βγήκε δίπλα της ο Κώστας Θεοδώρου και είπε ότι στην αρχή θα προβαλόταν μια μικρή ενότητα με μερικές δικές του φωτογραφίες, θα ακολουθούσε μια ενότητα της Φωτεινής Ποταμιά κι έπειτα μια ακόμα ενότητα του Σωκράτη Νίκογλου πριν το διάλειμμα και μετά το διάλειμμα μια ενότητα του Λάμπρου Κυριακού, ενώ η προβολή θα έκλεινε πάλι με μια μικρή ενότητα του ίδιου.
Τα φώτα χαμήλωσαν κι άρχισε η προβολή με τον Κώστα Θεοδώρου να παίζει (αθέατος) μουσική πίσω από την οθόνη. Η δική του φωτογραφική ενότητα ήταν λιτή και είχε μερικές πολύ εντυπωσιακές εναέριες φωτογραφίες (από πού;), η δεύτερη ενότητα ήταν πιο δεμένη και εκτεταμένη, με αρκετές εικόνες «νεκρής φύσης» και καλλιτεχνική αισθητική, ενώ η τρίτη ήταν σχεδόν αφηγηματική, σαν βουβή ταινία μικρού μήκους, με ευδιάκριτα «κοινωνικά σχόλια» για την εποχή μας. Τα όργανα άλλαζαν από ενότητα σε ενότητα, όπως και οι μουσικοί ήχοι, «μοντάροντας» τέλεια (σαν soundtrack) τη διαδοχή των εικόνων και προσφέροντας, μέσα από τον συντονισμό των εναλλασσόμενων ρυθμών των εικόνων και της μουσικής, μια ψευδαίσθηση κίνησης των εικόνων. Η (μία περίπου) ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβω και ήρθε το διάλειμμα και ο Κώστας Θεοδώρου είπε πως υπάρχει κρασί για όσους θέλουν, υπάρχουν οι (αναμνηστικές) κάρτες-αφίσες της πρόβας, υπάρχει και το «κουτί χορηγίας» για όσους θέλουν να βάλουν κάτι για τα έξοδα της παράστασης (καθώς η είσοδος είναι ελεύθερη).
Είδα ότι είχε έρθει και ο φίλος μου ο Μήτσος που είχαμε δώσει ραντεβού και με ρώτησε: «Θα μείνουμε;» κι εγώ του είπα: «Πάμε καλύτερα να πιούμε κάτι». Κατευθύνθηκα πρώτος προς την έξοδο και είδα τον Μήτσο να ρίχνει κάποιο χαρτονόμισμα στο «κουτί χορηγίας», έτσι μετά τον ρώτησα: «Γιατί έριξες χρήματα, αφού ήρθες λίγο πριν το διάλειμμα;» Κι αυτός μου απάντησε δηκτικά: «Έβαλα για σένα, που είδες και άκουσες αρκετά…». Και μετά, έξω, με ρώτησε: «Δεν σου άρεσε αυτήν τη φορά;» Το σκέφτηκα λίγο και του είπα κάπως αβέβαια: «Καλό ήταν και μάλλον το δεύτερο μέρος θα ήταν ακόμα καλύτερο, αλλά… ήταν σαν να έβλεπα σινεμά, δεν το προσελάμβανα σαν λάιβ».
Πήγαμε για ποτά και φεύγοντας μετά, με το αυτοκίνητο, είδαμε κόσμο έξω από το Παλαί ντε Σπορ και θυμηθήκαμε πως είχε συναυλία από την Ορχήστρα Μίκης Θεοδωράκης για τους πυροπαθείς του καλοκαιριού (με κράχτη τον Λάκη Λαζόπουλο). «Όλα τα μαγαζιά απόψε, για όλα τα γούστα, φαίνεται πως ήταν γεμάτα» σκέφτηκα.
Σάββατο βράδυ πήγαμε με έναν φίλο μου επιχειρηματία στο Μέγαρο Μουσικής και παρακολουθήσαμε την όπερα «Ιούλιος Καίσαρας». Παρόλο που η διάρκεια της παράστασης ήταν -μαζί με τα δύο διαλείμματα- τρεισίμιση ώρες, περάσαμε καλά, καθώς το μουσικό ρυθμό κρατούσε κυρίως μια διαδοχή από πολύ μελωδικές άριες που επέτρεπαν στους πρωταγωνιστές να επιδεικνύουν τις (εξαιρετικές είναι η αλήθεια) φωνητικές τους ικανότητες.
Ο φίλος μου ο επιχειρηματίας με ρώτησε γιατί το ρόλο του Ιούλιου Καίσαρα τον ερμηνεύει γυναίκα και του εξήγησα ότι «τον 18ο αιώνα, σε αυτό το είδος της όπερας, της opera seria, τους πρωταγωνιστικούς ρόλους αναλάμβαναν, μαζί με τις σοπράνο, οι τραγουδιστές castrati οποίοι ευνουχίζονταν σε νεαρή ηλικία για να διατηρήσουν την καθαρή χροιά της αγορίστικης φωνής που συνδυάζονταν -λέει- με τη δύναμη της αντρικής φωνής… Όπως καταλαβαίνεις, δεν υπάρχουν πια ευνούχοι castrati, άρα τους ρόλους αυτούς τους αναθέτουν πια σε γυναίκες».
Μετά τις 12 τα μεσάνυχτα που τελείωσε η παράσταση κατεβήκαμε στο κέντρο και από την πλατεία της ΧΑΝΘ και μετά είχε τέτοια κίνηση, όχι μόνο τροχοφόρων αλλά και πεζών, που ήταν σαν σαββατόβραδο της Ανάστασης. Σχολούσαν οι τελευταίες προβολές των κινηματογράφων και οι τελευταίες παραστάσεις των θεάτρων –κόσμος παντού! «Δραπετεύουν -επιτέλους!- οι φυλακισμένοι της τιβί» σκέφτηκα. Κι αυτό μου έφτιαξε τη διάθεση, σαν να ήταν πράγματι Ανάσταση. Λες;
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου