Τετάρτη 12 Μαρτίου 2008
Περιττώματα σκύλων στα πεζοδρόμια, σαν απομεινάρια πούρων
Σάββατο μετά τα μεσάνυχτα, βγαίνουμε από τον κινηματογράφο Βακούρα μαζί με έναν φίλο και περπατάμε στο πεζοδρόμιο σχολιάζοντας την ταινία που έχουμε δει. Σε κάποια στιγμή, μια νεαρή αδύνατη κοπέλα που συνοδεύει ένα μικροσκοπικό σκυλί κρατώντας το από το λουρί, κόβει το δρόμο στο φίλο μου και φοράει βιαστικά ένα νάυλον γάντι στο ένα της χέρι κι έπειτα σκύβει και μαζεύει από κάτω τα φρέσκα περιττώματα του σκύλου της, που μοιάζουν με απομεινάρια πούρων. «Μπράβο στο κορίτσι» μουρμουρίζω εγώ καθώς απομακρυνόμαστε και ο φίλος σχολιάζει: «Ούτε που τα είχα δει, παραλίγο να τα πατούσα…».
Μπαίνω ένα πρωί στο ισόγειο της πολυκατοικίας που βρίσκονται τα γραφεία του περιοδικού και βλέπω πεταμένα στο δάπεδο, κάτω από τα γραμματοκιβώτια, δύο φακέλους, σκισμένους στη μέση, μαζί με το περιεχόμενό τους, από την Εθνική τράπεζα και δίπλα μια τσαλακωμένη χαρτοπετσέτα. Την επόμενη μέρα το πρωί τα σκουπίδια αυτά βρίσκονται ακόμα εκεί. «Εντάξει» σκέφτομαι, «αφού στην πολυκατοικία στεγάζονται σε δύο ορόφους μόνο δύο δημόσιες υπηρεσίες, τα δικά μας τα γραφεία και τα γραφεία μιας άλλης εταιρίας και καμία οικογένεια, άρα κανένας νοικοκύρης, ποιος θα τα μαζέψει αυτά από χάμω;» Την επόμενη μέρα τα σκουπίδια αυτά βρίσκονται ακόμα χάμω αλλά κάποιος τα έχει κλωτσήσει και έχουν μετακινηθεί πιο κοντά στο ασανσέρ. «Εντάξει» σκέφτομαι, «θα τα μαζέψει όταν έρθει το συνεργείο καθαρισμού της πολυκατοικίας». Μετά από μια δίωρη διακοπή ρεύματος από τις απεργίες της ΔΕΗ το ένα από τα δύο ασανσέρ χαλάει, ο θάλαμος έχει κολλήσει στο ισόγειο. Ειδοποιούμε τον διαχειριστή και λέει πως θα στείλει ηλεκτρολόγο να αποκαταστήσει τη βλάβη αλλά η μέρα περνάει και δεν έρχεται κανείς. Εν τω μεταξύ, παρόλο που λειτουργεί μόνο το ένα ασανσέρ, ο Γιάννης από το μπουγατσατζίδικο απέναντι, που φέρνει καφέδες και τοστ στην πολυκατοικία, εξακολουθεί -ακόμα και σε ώρα αιχμής- να κάνει αυτό που έκανε και πριν: να μπλοκάρει την πόρτα του ασανσέρ στον όροφο που ανεβαίνει κάθε φορά και να το ακινητοποιεί ώστε να μην καθυστερεί ξανακαλώντας το και περιμένοντάς το για την κάθοδο («έχει και το μαγαζί»). Το βράδυ κατά τις οκτώ, φεύγοντας από τα γραφεία κατεβαίνω στο ισόγειο, με το μόνο ασανσέρ που λειτουργεί (κι αυτό με χαλασμένα τα φώτα εντός του θαλάμου εδώ και μία εβδομάδα, έτσι ώστε να τρομοκρατηθεί για τα καλά όποιος τύχει και παγιδευτεί εκεί μέσα σε περίπτωση «απροειδοποίητης» διακοπής του ρεύματος). Στο ισόγειο βλέπω χάμω πάλι τα συγκεκριμένα σκουπίδια, αλλά λασπωμένα τώρα καθώς έχουν ποδοπατηθεί μετά τη βροχή, το άλλο ασανσέρ στο ισόγειο χαλασμένο, και στις σκάλες να στέκονται δύο λιπόσαρκα πρεζόνια, ένας νεαρός και μία νεαρή, τύφλα από τη μαστούρα, και να τσακώνονται για κάτι. «Παιδιά, πρέπει να βγείτε έξω γιατί θα κλειδώσω την εξώπορτα της πολυκατοικίας» τους λέω. Ο νεαρός κάπως αντιδρά ενοχλημένος (σαν να μη με πιστεύει) αλλά η κοπέλα είναι πιο ευγενική και με ρωτάει γιατί θα κλειδώσω, «δεν μένουν κι άλλοι εδώ;» -«Όχι, είναι μόνο γραφεία και έφυγαν όλοι» της εξηγώ. Κι αυτή μουρμουρίζει συγκαταβατικά «Ε, αν είναι έτσι…» και πιάνει τον νεαρό αγκαζέ και αποχωρούν. Τρεις μέρες αργότερα τα σκουπίδια σέρνονταν ακόμα εκεί, ψιλοδιαλυμένα βέβαια (δίνοντας κάποια ελπίδα ότι ίσως εξαφανιστούν από μόνα τους), απλώς είχαν προστεθεί ένα αποτσίγαρο κι ένα εισιτήριο αστικού λεωφορείου.
Μερικά πρωινά φτάνοντας στη δουλειά βαδίζω στο πεζοδρόμιο με το βλέμμα χαμηλωμένο, προσέχοντας μην πατήσω σκατά σκύλων, που τελευταία όλο και πιο συχνά «ναρκοθετούν» τη διαδρομή των πεζών. Έτσι ένα πρωί μπήκα στην είσοδο της πολυκατοικίας μαζί με τη συνάδελφό μου την Έλενα, χωρίς να την προσέξω πιο πριν και να τη χαιρετήσω. Με πειράζει για την «αφηρημάδα» μου κι όταν της εξηγώ το λόγο, γελάει και μου λέει: «Και να είσαι σίγουρος, πως δεν είναι από αδέσποτα, συνοδεύονται όταν τα κάνουν και οι συνοδοί τους τα αφήνουν εκεί, για να τα μαζέψει… ποιος;». Καθώς μπαίνουμε μαζί στο ασανσέρ της λέω πικρόχολα: «Νομίζω πως οι Έλληνες χρειαζόμαστε πια να μας στέλνουν, κατά ομάδες, για μετεκπαίδευση τουλάχιστον δύο μήνες στη Γερμανία ή κάπου αλλού, όπου κάποιοι κανόνες συμπεριφοράς σε δημόσιους χώρους τηρούνται αυστηρά». Η Έλενα γελάει και μου λέει: «Άσε καλύτερα, γιατί δεν ξέρουμε πόσοι θα γύριζαν πίσω… Τους περισσότερους μάλλον θα τους έκλειναν στη φυλακή».
Μπαίνω ένα πρωί στο ισόγειο της πολυκατοικίας που βρίσκονται τα γραφεία του περιοδικού και βλέπω πεταμένα στο δάπεδο, κάτω από τα γραμματοκιβώτια, δύο φακέλους, σκισμένους στη μέση, μαζί με το περιεχόμενό τους, από την Εθνική τράπεζα και δίπλα μια τσαλακωμένη χαρτοπετσέτα. Την επόμενη μέρα το πρωί τα σκουπίδια αυτά βρίσκονται ακόμα εκεί. «Εντάξει» σκέφτομαι, «αφού στην πολυκατοικία στεγάζονται σε δύο ορόφους μόνο δύο δημόσιες υπηρεσίες, τα δικά μας τα γραφεία και τα γραφεία μιας άλλης εταιρίας και καμία οικογένεια, άρα κανένας νοικοκύρης, ποιος θα τα μαζέψει αυτά από χάμω;» Την επόμενη μέρα τα σκουπίδια αυτά βρίσκονται ακόμα χάμω αλλά κάποιος τα έχει κλωτσήσει και έχουν μετακινηθεί πιο κοντά στο ασανσέρ. «Εντάξει» σκέφτομαι, «θα τα μαζέψει όταν έρθει το συνεργείο καθαρισμού της πολυκατοικίας». Μετά από μια δίωρη διακοπή ρεύματος από τις απεργίες της ΔΕΗ το ένα από τα δύο ασανσέρ χαλάει, ο θάλαμος έχει κολλήσει στο ισόγειο. Ειδοποιούμε τον διαχειριστή και λέει πως θα στείλει ηλεκτρολόγο να αποκαταστήσει τη βλάβη αλλά η μέρα περνάει και δεν έρχεται κανείς. Εν τω μεταξύ, παρόλο που λειτουργεί μόνο το ένα ασανσέρ, ο Γιάννης από το μπουγατσατζίδικο απέναντι, που φέρνει καφέδες και τοστ στην πολυκατοικία, εξακολουθεί -ακόμα και σε ώρα αιχμής- να κάνει αυτό που έκανε και πριν: να μπλοκάρει την πόρτα του ασανσέρ στον όροφο που ανεβαίνει κάθε φορά και να το ακινητοποιεί ώστε να μην καθυστερεί ξανακαλώντας το και περιμένοντάς το για την κάθοδο («έχει και το μαγαζί»). Το βράδυ κατά τις οκτώ, φεύγοντας από τα γραφεία κατεβαίνω στο ισόγειο, με το μόνο ασανσέρ που λειτουργεί (κι αυτό με χαλασμένα τα φώτα εντός του θαλάμου εδώ και μία εβδομάδα, έτσι ώστε να τρομοκρατηθεί για τα καλά όποιος τύχει και παγιδευτεί εκεί μέσα σε περίπτωση «απροειδοποίητης» διακοπής του ρεύματος). Στο ισόγειο βλέπω χάμω πάλι τα συγκεκριμένα σκουπίδια, αλλά λασπωμένα τώρα καθώς έχουν ποδοπατηθεί μετά τη βροχή, το άλλο ασανσέρ στο ισόγειο χαλασμένο, και στις σκάλες να στέκονται δύο λιπόσαρκα πρεζόνια, ένας νεαρός και μία νεαρή, τύφλα από τη μαστούρα, και να τσακώνονται για κάτι. «Παιδιά, πρέπει να βγείτε έξω γιατί θα κλειδώσω την εξώπορτα της πολυκατοικίας» τους λέω. Ο νεαρός κάπως αντιδρά ενοχλημένος (σαν να μη με πιστεύει) αλλά η κοπέλα είναι πιο ευγενική και με ρωτάει γιατί θα κλειδώσω, «δεν μένουν κι άλλοι εδώ;» -«Όχι, είναι μόνο γραφεία και έφυγαν όλοι» της εξηγώ. Κι αυτή μουρμουρίζει συγκαταβατικά «Ε, αν είναι έτσι…» και πιάνει τον νεαρό αγκαζέ και αποχωρούν. Τρεις μέρες αργότερα τα σκουπίδια σέρνονταν ακόμα εκεί, ψιλοδιαλυμένα βέβαια (δίνοντας κάποια ελπίδα ότι ίσως εξαφανιστούν από μόνα τους), απλώς είχαν προστεθεί ένα αποτσίγαρο κι ένα εισιτήριο αστικού λεωφορείου.
Μερικά πρωινά φτάνοντας στη δουλειά βαδίζω στο πεζοδρόμιο με το βλέμμα χαμηλωμένο, προσέχοντας μην πατήσω σκατά σκύλων, που τελευταία όλο και πιο συχνά «ναρκοθετούν» τη διαδρομή των πεζών. Έτσι ένα πρωί μπήκα στην είσοδο της πολυκατοικίας μαζί με τη συνάδελφό μου την Έλενα, χωρίς να την προσέξω πιο πριν και να τη χαιρετήσω. Με πειράζει για την «αφηρημάδα» μου κι όταν της εξηγώ το λόγο, γελάει και μου λέει: «Και να είσαι σίγουρος, πως δεν είναι από αδέσποτα, συνοδεύονται όταν τα κάνουν και οι συνοδοί τους τα αφήνουν εκεί, για να τα μαζέψει… ποιος;». Καθώς μπαίνουμε μαζί στο ασανσέρ της λέω πικρόχολα: «Νομίζω πως οι Έλληνες χρειαζόμαστε πια να μας στέλνουν, κατά ομάδες, για μετεκπαίδευση τουλάχιστον δύο μήνες στη Γερμανία ή κάπου αλλού, όπου κάποιοι κανόνες συμπεριφοράς σε δημόσιους χώρους τηρούνται αυστηρά». Η Έλενα γελάει και μου λέει: «Άσε καλύτερα, γιατί δεν ξέρουμε πόσοι θα γύριζαν πίσω… Τους περισσότερους μάλλον θα τους έκλειναν στη φυλακή».
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
1 σχόλιο:
Σχετικά με το κείμενο "μπαίνω ένα πρωί στο ισόγειο":
Είναι τόσο κρίμα που κάθησες και έγραψες ολόκληρο κείμενο φγι αυτά τα σκουπίδια κι ούτε μιά στιγμή δεν σκέφτηκες να τα μαζέψεις!
Ο Γερμανός φίλε(φίλη;) μου θα τα μάζευε από την πρώτη στιγμή. Αυτή είναι η διαφορά. Ο Γερμανός έχει συνείδηση πολίτη, εμείς έχουμε συνείδηση ζαμανφουτιστή γκρινιάρη (στην καλύτερη περίπτωση).
Ξέρω την αντίδρασή σου: "ΕΓΩ να τα μαζέψω";;;;;
Εμ αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα μας σε αυτήν την χώρα. 'Οτι δεν μπορούμε να μαζέψουμε το ΕΓΩ μας.
Δημοσίευση σχολίου