Τετάρτη 12 Μαρτίου 2008
Βασίλης Χατζηβασιλείου
Ο Θεσσαλονικιός συγγραφέας που ασχολείται με την πεζογραφία, το θεατρικό έργο, το αφήγημα για παιδιά, το κόμιξ και τη συγγραφή τηλεοπτικών και κινηματογραφικών σεναρίων, μας μιλά εδώ για το τελευταίο του μυθιστόρημα «Κοιμούνται τα πράγματα, μαμά;» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός
Πώς γεννήθηκε η ιδέα για τη συγγραφή αυτής της ιστορίας; Ήθελα να κάνω κάτι διαφορετικό, κάτι που να ξεφεύγει από τα στενά πλαίσια του μυθιστορήματος. Έτσι έστησα τον καμβά μου και ξετύλιξα την πλοκή του μύθου μου χρησιμοποιώντας στοιχεία της τρέχουσας πραγματικότητας. Ψάρευα καθημερινά -σχεδόν επί τρία χρόνια - ειδήσεις από τις εφημερίδες και τις μπόλιαζα στον κορμό της ιστορίας μου. Όλα ξεκίνησαν σαν ιδέα, όταν είδα στην τηλεόραση να αποβιβάζεται από το πλοίο στο λιμάνι του Πειραιά σιδηροδέσμιο, βασικό στέλεχος της τρομοκρατικής οργάνωσης του Ε.Λ.Α. και ο παρουσιαστής να σχολιάζει ότι «τον έδωσε» η πρώην γυναίκα του. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήταν δυνατόν μια τόσο καλά δομημένη οργάνωση να εξαρθρώνεται από τη ζήλια μιας απατημένης συζύγου.
Ποια είναι τα βασικά πρόσωπα αυτού του έργου; Ο ευδαιμονιστής αναρχοαυτόνομος αρχιτέκτονας Παναγιώτης Άπραγος, η συμφεροντολόγα καταπιεσμένη ζωντοχήρα Μένια Μπατζόλα και ο ερωτοχτυπημένος θρασύδειλος συμβολαιογράφος Σωτήρης Φιδές. Πίσω τους, μέσα σε ένα ερωτικό ντεκόρ, έχουνε για φόντο την Ρώσικη μαφία, την εγχώρια και εισαγόμενη τρομοκρατία και την ελληνική πολιτική σκηνή, στις παραμονές των Ολυμπιακών αγώνων «Αθήνα 2004». Η ιστορία εξελίσσεται στη Θεσσαλονίκη.
Πώς προέκυψε ο τίτλος «Κοιμούνται τα πράγματα, μαμά;»; Είναι μια φράση - κλειδί και παράλληλα μια αφελής παιδιάστικη απορία που αρθρώνει ένας από τους πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος σε κάποιο του ονειρικό παραλήρημα. Υποδηλώνει την ειρωνική αμφισβήτηση και την αρνητική συμπεριφορά σε όσα προσπαθούν να μας πασάρουνε θεωρώντας μας ηλίθιους, λες κι είμαστε πράγματα άβουλα και αντικείμενα προς εκμετάλλευση. Κάτι ας πούμε σαν την ερώτηση «Μοιάζω για Αμερικανάκι;» που κάναμε παιδιά όταν διαπιστώναμε ότι πήγαιναν να μας ξεγελάσουν, ή με το σύγχρονο «Μασάει η κατσίκα ταραμά;» ή με το άλλο το πιο μόρτικο «Για δες, κουνιούνται οι βάρκες;»
Γιατί σε κάποιο σημείο της αφήγησης εγκαταλείπεις τον κύριο ήρωα του μυθιστορήματος τον αρχιτέκτονα Άπραγο, ασχολείσαι για κάποια κεφάλαια με τον Ρώσο και την Μένια και επανέρχεσαι μετά σε αυτόν; Δεν τους ξεχνώ, αλλά προσπαθώ να δείξω στον αναγνώστη ότι δεν κινούνται μόνοι τους στο χώρο, την ίδια στιγμή συμβαίνουν κι άλλα πράγματα γύρω τους που τους αφορούν άμεσα. Είναι συνειδητό συγγραφικό τρικ. Επιλέγω να δώσω πολύπλευρη και γρήγορη εικόνα του κοινωνικού περιγύρου των ηρώων μου και παράλληλα να σκιαγραφήσω τους χαρακτήρες τους μέσα από πράξεις και όχι με επιθετικούς προσδιορισμούς.
Η ομοιότητα σε πολλά στοιχεία της προσωπικότητας του Παναγιώτη Άπραγου, με σένα είναι «συμπτωματική»; Τα προσωπικά δεδομένα, απ’ ότι ξέρεις, δεν δημοσιοποιούνται και θα ήταν τουλάχιστο αφελές να «βάλω το κεφάλι μου στο ντορβά» για να ικανοποιήσω την περιέργεια των αναγνωστών. Παρ’ όλα αυτά, θέλοντας να είμαι ειλικρινής, θα σου έλεγα ότι δεν λείπουν ούτε τα προσωπικά βιώματα, ούτε και η αλήθεια απέχει πολύ απ’ όσα καταγράφονται. Το θέμα είναι αν συνέβησαν και όχι σε ποιον συνέβησαν.
Όλες αυτές οι παρεκβάσεις σχετικά με την επικαιρότητα της εποχής που διαδραματίζονται τα γεγονότα της πλοκής, Ολυμπιακοί, εκλογές, κλπ, δεν υπάρχει κίνδυνος να μην είναι σαφώς αναγνωρίσιμες αναφορές αν το βιβλίο διαβαστεί μετά από χρόνια; Πρωτίστως με ενδιαφέρει να τονίσω τη διαχρονικότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Να μεταγγίσω στον αναγνώστη το χρώμα, το κλίμα και την αύρα της εποχής που εξελίσσεται το μυθιστόρημα. Δεν με νοιάζει αν αναγνωρίζει ή όχι τα γεγονότα. Επιδιώκω να έχει αίσθηση και γνώση της εποχής που περιγράφω και όχι αναγνωρίσιμες εικόνες. Ο συγγραφέας μεταφέρει στα γραπτά του θέλοντας και μη, μαζί με τα πιστεύω του και την εποχή του. Δεν μπορώ λοιπόν να ζω τον επιθανάτιο ρόγχο της τρομοκρατίας, την αναλγησία του κράτους, τον ζαμανφουτισμό της νεολαίας, την απαξίωση των πολιτικών και την καταλήστευση των πολιτών και να μην τα χρησιμοποιήσω σαν υπόστρωμα του μυθιστορήματός μου. Ας μην ξεχνάμε ότι ήταν η εποχή των μεγάλων έργων, της εξάρθρωσης της 17Ν, της πολιτικής αλλαγής, των ντοπαρισμένων ολυμπιονικών, κ.ά., πράγματα που δεν θα μπορούσαν να αφήσουν αδιάφορο κανένα.
Τα επώνυμα των προσώπων αυτής της ιστορίας, όπως Άπραγος, Φιδές, Κωλαράκη, Ρίχτης, είναι ένα είδος αυτοσαρκασμού για να μην παίρνουμε πολύ στα σοβαρά αυτά τα πρόσωπα; Κάθε άλλο. Μπορεί το ύφος γραφής του βιβλίου να έχει έντονη σαρκαστική διάθεση, αλλά θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη τόσο τα πρόσωπα όσο και την επιλογή των επωνύμων, γιατί εκτός των άλλων είναι και επιθετικοί προσδιορισμοί που αποτυπώνουν με ειρωνική ίσως διάθεση, κυρίαρχες πλευρές του χαρακτήρα και της συμπεριφοράς των ηρώων.
Είσαι σίγουρος πως αυτή η ιστορία δεν ήταν ένα πρώτο σχεδίασμα για σενάριο τηλεοπτικής σειράς, όπου θα γινόταν του «Κουτρούλη ο γάμος»; Ούτε που το φαντάστηκα. Εξάλλου, γιατί να ασχοληθώ με κάτι που δεν μου ζητήθηκε; Έχω αυτό το στιλ γραφής σε όλα μου τα βιβλία. Μου βγαίνει αυτόματα, αβίαστα και εύκολα. Μπορεί σήμερα να επιζητούμε γρήγορη ανάγνωση, καθώς ο τρόπος ζωής μας επιβάλλει μεγαλύτερες ταχύτητες, αλλά δεν πιστεύω ότι το «κινηματογραφικό» γράψιμο είναι η συνταγή για το πετυχημένο βιβλίο. Δεν επιδιώκω με την κινηματογραφική γραφή να προσελκύσω τον αναγνώστη, μπορεί αυτή να είναι μια συγγραφική αρετή, χωρίς ωστόσο να είναι απαραίτητα και λογοτεχνική.
Πώς βλέπεις τα λογοτεχνικά πράγματα στη Θεσσαλονίκη τα τελευταία χρόνια, «κοιμούνται» ή όλα καλά; Αυτή η πόλη δεν κοιμάται ποτέ. Έχει αστείρευτες δυνάμεις και παράγει διαρκώς πολιτισμό. Γίνονται καθημερινά γύρω μας όμορφα πράγματα και ξεπετιούνται συνεχώς καινούργια πρόσωπα με εμφανή τα στοιχεία της δημιουργικής δυναμικής τους. Δεν μπορώ τη μεμψιμοιρία, την ομφαλοσκοπία και την κατσουφιά. Και πάνω απ’ όλα δεν γουστάρω αυτούς που ό,τι δεν το καταλαβαίνουν το πυροβολούν και ό,τι τους προσπερνά το συκοφαντούν. Ας μην είμαστε τόσο φειδωλοί στο μπράβο και το χειροκρότημα των συμπολιτών μας, και κυρίως στους νέους δημιουργούς.
Πώς γεννήθηκε η ιδέα για τη συγγραφή αυτής της ιστορίας; Ήθελα να κάνω κάτι διαφορετικό, κάτι που να ξεφεύγει από τα στενά πλαίσια του μυθιστορήματος. Έτσι έστησα τον καμβά μου και ξετύλιξα την πλοκή του μύθου μου χρησιμοποιώντας στοιχεία της τρέχουσας πραγματικότητας. Ψάρευα καθημερινά -σχεδόν επί τρία χρόνια - ειδήσεις από τις εφημερίδες και τις μπόλιαζα στον κορμό της ιστορίας μου. Όλα ξεκίνησαν σαν ιδέα, όταν είδα στην τηλεόραση να αποβιβάζεται από το πλοίο στο λιμάνι του Πειραιά σιδηροδέσμιο, βασικό στέλεχος της τρομοκρατικής οργάνωσης του Ε.Λ.Α. και ο παρουσιαστής να σχολιάζει ότι «τον έδωσε» η πρώην γυναίκα του. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήταν δυνατόν μια τόσο καλά δομημένη οργάνωση να εξαρθρώνεται από τη ζήλια μιας απατημένης συζύγου.
Ποια είναι τα βασικά πρόσωπα αυτού του έργου; Ο ευδαιμονιστής αναρχοαυτόνομος αρχιτέκτονας Παναγιώτης Άπραγος, η συμφεροντολόγα καταπιεσμένη ζωντοχήρα Μένια Μπατζόλα και ο ερωτοχτυπημένος θρασύδειλος συμβολαιογράφος Σωτήρης Φιδές. Πίσω τους, μέσα σε ένα ερωτικό ντεκόρ, έχουνε για φόντο την Ρώσικη μαφία, την εγχώρια και εισαγόμενη τρομοκρατία και την ελληνική πολιτική σκηνή, στις παραμονές των Ολυμπιακών αγώνων «Αθήνα 2004». Η ιστορία εξελίσσεται στη Θεσσαλονίκη.
Πώς προέκυψε ο τίτλος «Κοιμούνται τα πράγματα, μαμά;»; Είναι μια φράση - κλειδί και παράλληλα μια αφελής παιδιάστικη απορία που αρθρώνει ένας από τους πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος σε κάποιο του ονειρικό παραλήρημα. Υποδηλώνει την ειρωνική αμφισβήτηση και την αρνητική συμπεριφορά σε όσα προσπαθούν να μας πασάρουνε θεωρώντας μας ηλίθιους, λες κι είμαστε πράγματα άβουλα και αντικείμενα προς εκμετάλλευση. Κάτι ας πούμε σαν την ερώτηση «Μοιάζω για Αμερικανάκι;» που κάναμε παιδιά όταν διαπιστώναμε ότι πήγαιναν να μας ξεγελάσουν, ή με το σύγχρονο «Μασάει η κατσίκα ταραμά;» ή με το άλλο το πιο μόρτικο «Για δες, κουνιούνται οι βάρκες;»
Γιατί σε κάποιο σημείο της αφήγησης εγκαταλείπεις τον κύριο ήρωα του μυθιστορήματος τον αρχιτέκτονα Άπραγο, ασχολείσαι για κάποια κεφάλαια με τον Ρώσο και την Μένια και επανέρχεσαι μετά σε αυτόν; Δεν τους ξεχνώ, αλλά προσπαθώ να δείξω στον αναγνώστη ότι δεν κινούνται μόνοι τους στο χώρο, την ίδια στιγμή συμβαίνουν κι άλλα πράγματα γύρω τους που τους αφορούν άμεσα. Είναι συνειδητό συγγραφικό τρικ. Επιλέγω να δώσω πολύπλευρη και γρήγορη εικόνα του κοινωνικού περιγύρου των ηρώων μου και παράλληλα να σκιαγραφήσω τους χαρακτήρες τους μέσα από πράξεις και όχι με επιθετικούς προσδιορισμούς.
Η ομοιότητα σε πολλά στοιχεία της προσωπικότητας του Παναγιώτη Άπραγου, με σένα είναι «συμπτωματική»; Τα προσωπικά δεδομένα, απ’ ότι ξέρεις, δεν δημοσιοποιούνται και θα ήταν τουλάχιστο αφελές να «βάλω το κεφάλι μου στο ντορβά» για να ικανοποιήσω την περιέργεια των αναγνωστών. Παρ’ όλα αυτά, θέλοντας να είμαι ειλικρινής, θα σου έλεγα ότι δεν λείπουν ούτε τα προσωπικά βιώματα, ούτε και η αλήθεια απέχει πολύ απ’ όσα καταγράφονται. Το θέμα είναι αν συνέβησαν και όχι σε ποιον συνέβησαν.
Όλες αυτές οι παρεκβάσεις σχετικά με την επικαιρότητα της εποχής που διαδραματίζονται τα γεγονότα της πλοκής, Ολυμπιακοί, εκλογές, κλπ, δεν υπάρχει κίνδυνος να μην είναι σαφώς αναγνωρίσιμες αναφορές αν το βιβλίο διαβαστεί μετά από χρόνια; Πρωτίστως με ενδιαφέρει να τονίσω τη διαχρονικότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Να μεταγγίσω στον αναγνώστη το χρώμα, το κλίμα και την αύρα της εποχής που εξελίσσεται το μυθιστόρημα. Δεν με νοιάζει αν αναγνωρίζει ή όχι τα γεγονότα. Επιδιώκω να έχει αίσθηση και γνώση της εποχής που περιγράφω και όχι αναγνωρίσιμες εικόνες. Ο συγγραφέας μεταφέρει στα γραπτά του θέλοντας και μη, μαζί με τα πιστεύω του και την εποχή του. Δεν μπορώ λοιπόν να ζω τον επιθανάτιο ρόγχο της τρομοκρατίας, την αναλγησία του κράτους, τον ζαμανφουτισμό της νεολαίας, την απαξίωση των πολιτικών και την καταλήστευση των πολιτών και να μην τα χρησιμοποιήσω σαν υπόστρωμα του μυθιστορήματός μου. Ας μην ξεχνάμε ότι ήταν η εποχή των μεγάλων έργων, της εξάρθρωσης της 17Ν, της πολιτικής αλλαγής, των ντοπαρισμένων ολυμπιονικών, κ.ά., πράγματα που δεν θα μπορούσαν να αφήσουν αδιάφορο κανένα.
Τα επώνυμα των προσώπων αυτής της ιστορίας, όπως Άπραγος, Φιδές, Κωλαράκη, Ρίχτης, είναι ένα είδος αυτοσαρκασμού για να μην παίρνουμε πολύ στα σοβαρά αυτά τα πρόσωπα; Κάθε άλλο. Μπορεί το ύφος γραφής του βιβλίου να έχει έντονη σαρκαστική διάθεση, αλλά θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη τόσο τα πρόσωπα όσο και την επιλογή των επωνύμων, γιατί εκτός των άλλων είναι και επιθετικοί προσδιορισμοί που αποτυπώνουν με ειρωνική ίσως διάθεση, κυρίαρχες πλευρές του χαρακτήρα και της συμπεριφοράς των ηρώων.
Είσαι σίγουρος πως αυτή η ιστορία δεν ήταν ένα πρώτο σχεδίασμα για σενάριο τηλεοπτικής σειράς, όπου θα γινόταν του «Κουτρούλη ο γάμος»; Ούτε που το φαντάστηκα. Εξάλλου, γιατί να ασχοληθώ με κάτι που δεν μου ζητήθηκε; Έχω αυτό το στιλ γραφής σε όλα μου τα βιβλία. Μου βγαίνει αυτόματα, αβίαστα και εύκολα. Μπορεί σήμερα να επιζητούμε γρήγορη ανάγνωση, καθώς ο τρόπος ζωής μας επιβάλλει μεγαλύτερες ταχύτητες, αλλά δεν πιστεύω ότι το «κινηματογραφικό» γράψιμο είναι η συνταγή για το πετυχημένο βιβλίο. Δεν επιδιώκω με την κινηματογραφική γραφή να προσελκύσω τον αναγνώστη, μπορεί αυτή να είναι μια συγγραφική αρετή, χωρίς ωστόσο να είναι απαραίτητα και λογοτεχνική.
Πώς βλέπεις τα λογοτεχνικά πράγματα στη Θεσσαλονίκη τα τελευταία χρόνια, «κοιμούνται» ή όλα καλά; Αυτή η πόλη δεν κοιμάται ποτέ. Έχει αστείρευτες δυνάμεις και παράγει διαρκώς πολιτισμό. Γίνονται καθημερινά γύρω μας όμορφα πράγματα και ξεπετιούνται συνεχώς καινούργια πρόσωπα με εμφανή τα στοιχεία της δημιουργικής δυναμικής τους. Δεν μπορώ τη μεμψιμοιρία, την ομφαλοσκοπία και την κατσουφιά. Και πάνω απ’ όλα δεν γουστάρω αυτούς που ό,τι δεν το καταλαβαίνουν το πυροβολούν και ό,τι τους προσπερνά το συκοφαντούν. Ας μην είμαστε τόσο φειδωλοί στο μπράβο και το χειροκρότημα των συμπολιτών μας, και κυρίως στους νέους δημιουργούς.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου