Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2008

Μιχάλης Κόκκορης

Ο κάτοχος του Α’ Βραβείου στην κατηγορία «Νέοι Συγγραφείς» των «Κρατικών Βραβείων Θεατρικών Έργων 2005», μιλάει για τη σκηνική τύχη της ανατρεπτικής κωμωδίας που έγραψε με τον… εύλογο τίτλο «Γιατί η Μαντόνα κι όχι εγώ» που ανεβαίνει στο πρόγραμμα «1Χ4» για νέους συγγραφείς από το ΚΘΒΕ

Πώς και ασχολήθηκες με τη θεατρική γραφή;
Η αφορμή δόθηκε από μια ομάδα φίλων ηθοποιών που με παρότρυναν να γράψω, όταν ήταν στη φάση αναζήτησης κωμωδίας. Η σκέψη και η επιθυμία ασφαλώς και προϋπήρχαν, απλώς ποτέ δεν είχα αποτολμήσει μια ολοκληρωμένη προσπάθεια.

Τι το ιδιαίτερο απαιτεί η διαδικασία του να γράφεις για τη σκηνή; Τι πρέπει να λαβαίνεις υπόψη σου, κάθε φορά;
Είναι μια σχεδόν μαγική διαδικασία που δεν έχω θελήσει ακόμα να τη βάλω στο μικροσκόπιο, για να μη χάσει το μυστήριό της. Εγώ θα έλεγα ότι δρω κάπως απ’ τη μεριά του θεατή: γράφω τις ιστορίες που ως θεατής θα ήθελα να δω. Μπορεί να ακούγεται παράξενο, αλλά είναι σαν να βλέπω το έργο παιγμένο, όχι σαν να το επινοώ.

Τι σε εμπνέει από την καθημερινότητα ώστε να σε ωθήσει να γράψεις θεατρικά; Μου αρέσει να γράφω με τρόπο ίσως κάπως τραβηγμένο και υπερβολικό για πράγματα κατά τ’ άλλα σύγχρονα και καθημερινά. Με ενδιαφέρουν τα σύμβολα της κουλτούρας μας, οι νέες μυθολογίες στις οποίες στηριζόμαστε. Ως ένα τέτοιο σύμβολο χρησιμοποιώ και τη Μαντόνα, ως συνώνυμο της δόξας και της επιτυχίας. Πίσω από την απεγνωσμένη και σε πολλές περιπτώσεις αστεία προσπάθεια της ηρωίδας να γίνει διάσημη, νομίζω ότι κρύβεται κάτι κοινό σε όλους μας. Η ανάγκη μας να πετύχουμε, να διακριθούμε, να κα-ταξιωθούμε. Αυτό που κάνει την ιστορία να φαίνεται τόσο εξωπραγματική δεν είναι μόνο η προσωπικότητα των ηρώων, αλλά και τα πρότυπα τα οποία θέλουν να μιμηθούν, που είναι από μόνα τους απάνθρωπα και ωθούν στην υπερβολή. Κι όλα αυτά δοσμένα πάντα με μία ποπ αισθητική και διάθεση!

Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σου συγγραφείς και κατά πόσο έχουν επηρεάσει τη γραφή και τη σκέψη σου στο θέατρο;
Παθαίνω με τον Μπέκετ. Βρίσκω ασύλληπτη την ικανότητά του να συμπυκνώνει όλα όσα απασχολούν τον άνθρωπο σε τόσο απλές, εκ πρώτης όψεως, φράσεις. Δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας, όμως. Σας διαβεβαιώνω ότι δεν έχει επηρεάσει στο ελάχιστο τη γραφή μου.

Ποιους νεοέλληνες θεατρικούς συγγραφείς εκτιμάς και γιατί;
Δεν διακινδυνεύω καμία κρίση γιατί δυστυχώς έχω πολύ αποσπασματική εικόνα του χώρου.

Μίλησε μου για το έργο που ανεβαίνει από το ΚΘΒΕ. Περί τίνος πρόκειται;
Αφορά στο ανελέητο κυνήγι της επιτυχίας. Όλα ξεκινούν όταν μια γυναίκα με άγιο παρελθόν, ένοχο παρόν κι ένας Θεός ξέρει τι μέλλον, προσγειώνεται… ουρανοκατέβατη στην πόλη μας, χωρίς να ξέρει και πολλά για το πώς ζούμε όλοι εμείς εδώ. «Τα παίρνει» όμως εύκολα. Γοητεύεται από το lifestyle, βρίσκει το πρότυπό της στο πρόσωπο της Mαντόνα και το νόημα της ζωής της στο να γίνει κι αυτή το ίδιο διάσημη. Το «πώς» δεν έχει καμία σημασία. Στο κάτω-κάτω σημασία έχει ο προορισμός κι αυτός είναι να φτάσει ψηλά. Τι θα πει όμως «να φτάσει κανείς ψηλά σήμερα», να καταξιωθεί, να «πετύχει»; Είναι νομίζω ένα πολύ σοβαρό θέμα που σηκώνει πολύ κουβέντα -γι’ αυτό και το έκανα κωμωδία…

Πως αντέδρασες όταν έμαθες πως κέρδισες με αυτό το έργο το πρώτο βραβείο στον διαγωνισμό του Υπουργείο Πολιτισμού;
Αν και ήμουν πολύ αισιόδοξος για την τύχη αυτού του έργου, ήταν μεγάλη έκπληξη. Τον αντίκτυπο αυτής της βράβευσης δεν τον έχω καλά-καλά συνειδητοποιήσει ακόμα και τώρα, που βλέπω το έργο να παίρνει σάρκα και οστά!

Έχεις διακριθεί σε ανάλογους διαγωνισμούς στο παρελθόν;
Ήταν η πρώτη φορά που έκανα κάτι τόσο θαρραλέο.

Ξαφνιάστηκες που μια καθ’ όλα πολιτικά ορθόδοξη επιτροπή ξεχώρισε και τίμησε ένα μάλλον… ανορθόδοξο έργο, το δικό σου;
Η αλήθεια είναι ότι ξαφνιάστηκα, ευχάριστα βέβαια, γιατί είχα τους ενδοιασμούς μου για το κατά πόσο το έργο αυτό ταίριαζε σε έναν φορέα όπως είναι το Υπουργείο Πολιτισμού. Μάλιστα, στην αρχή σκεπτόμουν να συμμετάσχω με κάτι τελείως διαφορετικό. Το έργο όμως αυτό το αγαπούσα πάρα πολύ και είπα να εμπιστευτώ το αισθητήριο μου και να το στείλω στο διαγωνισμό. Και να που η επιτροπή έδειξε να μη φοβάται καθόλου τη «Mαντόνα»!

Τελικά βρήκε εύκολα το έργο σου το δρόμο για τη σκηνή;
Σε αυτό το θέμα ήμουν μάλλον τυχερός, γιατί η πρόταση από το ΚΘΒΕ και το σκηνοθέτη Λευτέρη Γιοβανίδη να ενταχθεί το έργο μου σε ένα κύκλο ρεπερτορίου σύγχρονων ελλήνων συγγραφέων, ήρθε πραγματικά εκεί που δεν το περίμενα! Βέβαια, το έργο ανεβαίνει δύο χρόνια μετά τη βράβευσή του, που σημαίνει ότι όλο αυτό το διάστημα χρειάστηκε να το κυνηγήσω όσο μπορούσα, αλλά τελικά είμαι πολύ ικανοποιημένος με την τροπή που πήραν τα πράγματα. Τώρα πια μπορώ να πω ότι βρήκε το δρόμο του μάλλον εύκολα και με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Πώς νιώθεις που ανεβαίνει στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος;
Είμαι πολύ ικανοποιημένος, οι συντελεστές της παράστασης είναι πολύ ταλαντούχοι κι έχουν όλη την τρέλα που απαιτεί το εγχείρημα. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάτι καλύτερο και πιο ενθαρρυντικό από το να δίνει ένα κρατικό θέατρο βήμα σε ένα νέο συγγραφέα. Είναι κάτι για το οποίο νιώθω μεγάλη χαρά και βέβαια τιμή. Ελπίζω και το κοινό να απολαύσει αυτήν την παράσταση όσο όλοι μας!

Και κάτι τελευταίο, όταν δεν γράφεις θεατρικά έργα και δεν κερδίζεις το πρώτο βραβείο σε θεατρικούς διαγωνισμούς με τι ασχολείσαι;
Με κάτι που μ’ εφοδιάζει με πολύ υλικό κι ερεθίσματα για το γράψιμο: την ψυχολογία.

info:
«Γιατί η Μαντόνα κι όχι εγώ» του Μιχάλη Κόκκορη σε σκηνοθεσία Λευτέρη Γιοβανίδη στο Μικρό θέατρο της Μονής Λαζαριστών

by δημήτρης φοινίτσης

Δεν υπάρχουν σχόλια: