Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2008

Στον καταυλισμό των τσιγγάνων

Μέσα Φλεβάρη, ένα κρύο πρωί, συνόδευσα (ως μέλος και εθελοντής σε θέματα ενημέρωσης) την επίσκεψη ομάδας των Γιατρών του Κόσμου της Θεσσαλονίκης στον καταυλισμό των τσιγγάνων στην περιοχή της Περαίας. Ακολουθήσαμε το βαν των ΓτΚ με το ι.χ. του Τάσου, που είναι γιατρός, η Σοφία που θα φωτογράφιζε κι εγώ που θα βιντεοσκοπούσα τη δραστηριότητα της αποστολής. Φτάσαμε από ένα χωματόδρομο γεμάτο λακκούβες σε ένα είδος «οικισμού» με παράγκες φτιαγμένες από παλιά οικοδομικά υλικά. Αμέσως μας περικύκλωσε φωνασκώντας ένα τσούρμο παιδιά, τα περισσότερα ξυπόλητα παρά την παγωνιά. Το έκτακτο ιατρείο - με δύο γυναίκες παιδίατρους για τους ανήλικους, δύο άλλες γιατρούς για τις ενήλικες γυναίκες και τον Τάσο για τους άρρενες - στήθηκε σε μια παράγκα που το εσωτερικό της θύμιζε κάπως σχολική αίθουσα.

Σε λίγο εμφανίστηκαν όσοι ήθελαν να εξεταστούν, κυρίως μάνες με τα μικρά παιδιά τους τα οποία θα εμβολιάζονταν και κάποιοι έφηβοι. Μου έκανε εντύπωση ότι οι περισσότερες -νεαρές- μάνες δεν ήξεραν πόσο χρονών ήταν τα παιδιά τους, μερικές ούτε πόσο χρονών ήταν οι ίδιες. Μία που δήλωσε ότι είναι είκοσι χρονών, τη ρώτησα: «Πόσο χρονών είναι η μεγάλη σου η κόρη;» -«Δέκα» μου απάντησε. Κι όταν απόρησα (αμφιβάλλοντας): «Καλά, κι εσύ ήσουν δέκα χρονών όταν τη γέννησες;» ανασήκωσε τους ώμους χαμογελώντας με συστολή (σαν να νόμισε πως εννοούσα πως «το είχε κάνει» πολύ νωρίς). Μία άλλη, με δύο χρυσά δόντια και νικελένια δαχτυλίδια σε όλα σχεδόν τα δάχτυλα των χεριών, μου είπε πως είναι είκοσι δύο χρονών και έχει τέσσερα παιδιά. «Μπράβο!» της είπα, «κάθε δύο χρόνια και από ένα παιδί». Κι αυτή χαμογέλασε με υπερηφάνεια και μου είπε (κάνοντας με το μεσαίο δάχτυλο τεντωμένο τη γνωστή χειρονομία): «Και του χρόνου πάλι φίκι-φίκι κι άλλο παιδί…».

Μια άλλη τσιγγάνα, γύρω στα τριάντα και κάπως βαρύθυμη, στεκόταν δίπλα στη γιατρό που την εξέτασε καθώς εκείνη έψαχνε στις κούτες με τα φάρμακα που είχαν φέρει οι ΓτΚ. Έσκυψε η τσιγγάνα κι έπιασε ένα κουτί, «Να, αυτό θέλω, το ξέρω» είπε στη γιατρό. «Μα εσύ είσαι μπουκωμένη είπαμε, αυτό είναι για τον πόνο στη μέση» αντέδρασε η γιατρός. «Δεν πειράζει, δώστο, με πονάει και η μέση…» είπε η τσιγγάνα κι έκανε ένα μορφασμό πόνου πιάνοντας τη μέση της.

Μια γριά τσιγγάνα, με πολύ όμορφες βαθιές ρυτίδες σε όλο το πρόσωπο, φαινόταν να υποφέρει αληθινά από τη μέση της και η γιατρός της έδωσε ένα κουτί υπόθετα παυσίπονα κι ένα κουτί με δισκία για κατάποση.

Δύο κοριτσάκια περίπου έξι χρονών, με ξασμένα μαλλιά και το ένα με βαμμένα κοκκινόξανθα, που τις λέγαν και τις δύο Μαρίες, ήθελαν να φωτογραφηθούν από τη Σοφία. Πήγαν σε ένα δωμάτιο παραμέσα και η μία Μαρία, με τα βαμμένα μαλλιά, κάθισε σε μια καρέκλα και άλλαζε πόζες σαν μοντέλο. Εγώ, που τραβούσα με την βιντεοκάμερα, είπα στην άλλη: «Πες ένα τραγούδι να σε γράψω». Άρχισαν να τραγουδάν και οι δύο μαζί το «Γειά σου Μαρία» και να λικνίζονται, όταν από πίσω μου εμφανίστηκε ένας ψηλός ξανθός άντρας, που τον έβλεπα να τριγυρνάει στην παράγκα έχοντας οικειότητα με όλα τα τσιγγανόπουλα, και τους είπε με σπασμένα ελληνικά: «Πέστε το τραγούδι που μάθαμε» και οι δύο Μαρίες άρχισαν να τραγουδάνε κάτι για τον Ιησού Χριστό. (Έμαθα πως ο άντρας αυτός είναι ελληνοαμερικανός ευαγγελιστής και μάθαινε στα παιδιά του καταυλισμού ελληνικά -μέσα από χριστιανικές διδαχές.)

Βγήκα έξω και τριγυρνώντας στον καταυλισμό βρήκα τη γριά τσιγγάνα καθισμένη χάμω στη «βεράντα» μιας παράγκας να μελετάει τα κουτιά της με τα φάρμακα. Καθώς πλησίασα με ρώτησε: «Θα γίνω καλά;» -«Αν τα παίρνεις, δεν θα πονάς» της απάντησα. Μου έδειξε το κουτί με τα υπόθετα που το είχε ανοίξει και μου δήλωσε: «Αυτό το ήπια». -«Αχ, όχι» αναφώνησα, «Αυ-τό δεν πίνεται γιαγιά, πρέπει να το βάζεις από πίσω». -«Εγώ το ήπια» είπε η γριά. Και μετά με ρώτησε: «Θα πεθάνω;» (όχι με φόβο αλλά με περιέργεια). «Όχι, δεν θα πεθάνεις» την καθησύχασα, «αλλά μην ξαναπιείς από αυτά, τα άλλα να πίνεις –για να γίνεις καλά».

Κι έτσι, με αυτήν τη μικρή παρέμβαση, αισθάνθηκα ότι συνεισέφερα κάτι κι εγώ σε αυτήν την επίσκεψη. Τόσο απλό…

by σωτήρης ζήκος

Δεν υπάρχουν σχόλια: