Πέμπτη 20 Μαρτίου 2008
Δημήτρης Νικολούδης
Με αφορμή την παρουσίαση του καινούριου του δίσκου «Ηλιόσπορος», με παραδοσιακά τραγούδια σε απρόσμενες ενορχηστρώσεις, με τζαζ και αυτοσχεδιαστική διάθεση, άλλα και αγαπημένα τραγούδια, στο Δημοτικό Θέατρο Καλαμαριάς
Τι ήθελες να κάνεις με αυτά τα παραδοσιακά τραγούδια με τα οποία έτσι κι αλλιώς μεγάλωσες; Δεν ήθελα με τίποτα να τα τραγουδήσω όπως ακριβώς τα άκουγα. Είχαν αποτυπωθεί μέσα μου με τις φωνές των ανθρώπων που τα έχουν πει και δεν ήθελα να τους μιμηθώ. Τα τραγούδια είναι από μόνα τους τόσο καλά, η μουσική εξελίσσεται, τα όργανα και η αισθητική επίσης, ώστε αυτό που ήθελα είναι ό,τι θα κάναμε να έχει μουσική φρεσκάδα. Δοκιμάσαμε αρκετά τη δουλειά αυτή στις εμφανίσεις που κάναμε. Όσο τα παίζαμε πέφταν και οι ιδέες από τον Μιχάλη Πιπέρκο και τον Σάκη Λάιο, ταίριαζαν με τις δικές μου ιδέες και σιγά σιγά, ενώ ξεκινήσαμε να τα παίζουμε πιο απλουστευμένα στις συναυλίες, όλο και γινόταν και πιο σύνθετο το πράγμα. Μέχρι που φτάσαμε στο στούντιο και εκεί πια χρησιμοποιήθηκαν όργανα με έναν τρόπο που -κακά τα ψέματα- δεν νομίζω ότι θα ρισκάραμε να τα παίζαμε έτσι στις συναυλίες.
Ο τελικός ήχος έχει βάση την ελληνική παραδοσιακή μουσική, έχει όμως και αυτοσχεδιασμούς και τζαζ διάθεση. Το φανταζόσουν αυτό πριν από χρόνια; Πριν από δεκαπέντε χρόνια, όταν πρωτοσκεφτόμουν να κάνω αυτή τη δουλειά, δεν μπορώ να σου πω ότι είχα με σαφήνεια στο μυαλό μου αυτό που εντέλει κάναμε, είχα όμως μια ανοιχτή διάθεση να δω τα κομμάτια αυτά διαφορετικά. Κάτι πολύ ενδιαφέρον κατά τη γνώμη μου είναι εδώ η χρήση και η ενορχήστρωση των μουσικών οργάνων, ότι χρησιμοποιούμε, ας πούμε, παραδοσιακά όργανα που μπαίνουν σε τραγούδια άλλων τόπων…
…Όπως η ποντιακή λύρα που μπαίνει σε ένα παραδοσιακό κρητικό τραγούδι;
Ναι, το συγκεκριμένο ήταν μια ιδέα του Σάκη Λάιου. Ή όπως το σαξόφωνο που μπαίνει στην «Πικροδάφνη». Όπως το σενάι, ένα παραδοσιακό όργανο από την Ινδία, που μπαίνει επίσης σε κάποιο άλλο τραγούδι. Σε αυτές τις στιγμές στο στούντιο κοιταζόμασταν, κάναμε μια καταφατική κίνηση μεταξύ μας και προχωρούσαμε χωρίς να διστάσουμε να χρησιμοποιήσουμε τέτοιες, ίσως όχι αναμενόμενες, ενορχηστρώσεις. Είναι βέβαια και πολύ σπουδαίοι οι μουσικοί με τους οποίους παίζω και κάναμε αυτή τη δουλειά, τους εκτιμάω και τους θαυμάζω πολύ για τις γνώσεις και την αντίληψή τους. Είναι εξαιρετικοί και κάνουν ένα σωρό πράγματα γύρω από τη μουσική, διδάσκουν σε παιδιά, καταγράφουν μουσικά αρχεία, φτιάχνουν μπάντες, ενορχηστρώνουν δουλειές και δίσκους άλλων καλλιτεχνών, από όπερες μέχρι έθνικ παραγωγές, τους βγάζω το καπέλο.
Πώς έγινε η επιλογή των τραγουδιών του δίσκου; Είναι ένας κύκλος. Πιάνουμε τα άκρα. Ξεκινάμε από τα δικά μας, «Ο λε, λε, λε» και «Άννα μου, Αννούλα», πάμε δυτικά στην Ήπειρο με την «Πικροδάφνη», κατεβαίνουμε στην Κρήτη με το «Τούτο το μήνα» και ανεβαίνουμε από τα νησιά με το «Τρεχαντηράκι» ξανά επάνω. Εδώ να σου πω μετάνιωσα που δεν συμπεριέλαβα ένα ακόμη τραγούδι που ήταν έτοιμο, το «Μάγια μου ‘χεις καμωμένα» από την Ήπειρο γιατί είχα σκεφτεί πως αφού έχουμε την «Πικροδάφνη» θα ήταν κάτι όμοιό του. Πιστεύω όμως ότι έκανα λάθος…
Παρουσιάζετε τη δουλειά αυτή όχι σε μια μουσική σκηνή αλλά σε ένα θέατρο… Πάμε να παρουσιάσουμε τη δουλειά μας αυτή σε ένα χώρο όπου δεν θα υπάρχουν ποτά, τσιγάρα, η συναλλαγή μας με το κοινό θα έχει να κάνει μόνο με το μουσικό μέρος αυτής της ιστορίας, δεν θα υπάρχει περιρρέουσα ατμόσφαιρα μαγαζιού.
Αυτό σε ενοχλεί; Όχι πάντα. Με ενοχλεί όταν είναι υπερβολικό κι όταν δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι σωστά. Και από τις δυο πλευρές, και τη δική μας που παρουσιάζουμε κάτι και του ακροατή που δεν μπορεί κάτω από κακές συνθήκες να απολαύσει κάτι για το οποίο ήρθε.
Το ότι τα περισσότερα μουσικά προγράμματα στην Ελλάδα ξεκινούν τόσο πολύ αργά σε ενοχλεί; Αυτό με ενοχλεί πάρα πολύ. Και δεν ξέρω πώς καταφέραμε να φτάσουμε σε αυτό το σημείο. Πραγματικά δεν μπορώ να το εξηγήσω. Δεν έχω βρει μια δικαιολογία που να πείθει κι εμένα και όλους τους ανθρώπους με τους οποίους το έχω κουβεντιάσει κατά καιρούς. Όλο αυτό το ατέλειωτο ξενύχτι για να περιμένεις να ξεκινήσει μια μουσική σκηνή, δεν ξέρω… Κι έχω και μια αίσθηση ότι αυτό το φαινόμενο στη Θεσσαλονίκη είναι λίγο πιο έντονο.
Έχει αλλάξει ο τρόπος που ακούνε οι άνθρωποι που έρχονται στις συναυλίες; Δεν θα έλεγα ιδιαίτερα. Κάποιος που έρχεται να ακούσει κάτι έχει μια διάθεση καλή απέναντι στον καλλιτέχνη. Εξαρτάται και από τον καλλιτέχνη, τι συνέπεια και τι απόδοση έχει σε αυτό που παρουσιάζει και κάνει. Αυτό όμως που έχει αλλάξει πάρα πολύ τα πράγματα, γενικά, τα τελευταία χρόνια, είναι η επιρροή της τηλεόρασης. Η τηλεόραση δημιουργεί «είδωλα» κι ο κόσμος τρέχει να τα ακούσει, φτιάχνει μύθους για ανθρώπους που δεν το αξίζουν και δεν το «ψάχνει» ή δεν έχει τη δυνατότητα της ενημέρωσης καθώς από εκεί μαθαίνει, αυτά ξέρει. Το βλέπεις ιδιαίτερα στην επαρχία όπου ο κόσμος δεν προσπαθεί να ανακαλύψει τι γίνεται στο μέρος της, αλλά εύκολα παραμυθιάζεται με τα προϊόντα της τηλεοπτικής παραγωγής.
Πώς και δεν έφυγες όλα αυτά τα χρόνια για την Αθήνα; Ήρθα να ζήσω στη Θεσσαλονίκη από το χωριό, τα Βασιλικά, όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα και ήταν ένα όνειρο ζωής να το κάνω αυτό, να περπατάω σε αυτήν την πόλη, να βλέπω τα καλά και τα στραβά της που είναι πάρα πολλά. Σιγά -σιγά με τα χρόνια, από τα δεκαεφτά μου που είμαι εδώ, έκανα φίλους, γνώρισα ανθρώπους που θαύμαζα, συναναστράφηκα μαζί τους κι όλο αυτό το πράγμα έδενε και πιο πολύ. Όταν μου δόθηκε αυτή η περίφημη ευκαιρία, που δίνεται στους ανθρώπους που ασχολούνται με το τραγούδι, να κατέβω στην Αθήνα, ένιωσα μάλλον έναν τρόμο. Δεν μου φάνηκε καθόλου βολικό να φύγω από την πόλη μου και να ζήσω κάπου αλλού. Και να σου πω την αλήθεια, αν το έκανα ποτέ θα το έκανα για να πάω να ζήσω σε μια μικρότερη πόλη…
Info
Σάββατο 22 Μαρτίου
Δημοτικό Θέατρο Καλαμαριάς
Μεταμορφώσεως 7-9, Τ: 2310 458591
Εισιτήριο €15, έναρξη 21.00
Τι ήθελες να κάνεις με αυτά τα παραδοσιακά τραγούδια με τα οποία έτσι κι αλλιώς μεγάλωσες; Δεν ήθελα με τίποτα να τα τραγουδήσω όπως ακριβώς τα άκουγα. Είχαν αποτυπωθεί μέσα μου με τις φωνές των ανθρώπων που τα έχουν πει και δεν ήθελα να τους μιμηθώ. Τα τραγούδια είναι από μόνα τους τόσο καλά, η μουσική εξελίσσεται, τα όργανα και η αισθητική επίσης, ώστε αυτό που ήθελα είναι ό,τι θα κάναμε να έχει μουσική φρεσκάδα. Δοκιμάσαμε αρκετά τη δουλειά αυτή στις εμφανίσεις που κάναμε. Όσο τα παίζαμε πέφταν και οι ιδέες από τον Μιχάλη Πιπέρκο και τον Σάκη Λάιο, ταίριαζαν με τις δικές μου ιδέες και σιγά σιγά, ενώ ξεκινήσαμε να τα παίζουμε πιο απλουστευμένα στις συναυλίες, όλο και γινόταν και πιο σύνθετο το πράγμα. Μέχρι που φτάσαμε στο στούντιο και εκεί πια χρησιμοποιήθηκαν όργανα με έναν τρόπο που -κακά τα ψέματα- δεν νομίζω ότι θα ρισκάραμε να τα παίζαμε έτσι στις συναυλίες.
Ο τελικός ήχος έχει βάση την ελληνική παραδοσιακή μουσική, έχει όμως και αυτοσχεδιασμούς και τζαζ διάθεση. Το φανταζόσουν αυτό πριν από χρόνια; Πριν από δεκαπέντε χρόνια, όταν πρωτοσκεφτόμουν να κάνω αυτή τη δουλειά, δεν μπορώ να σου πω ότι είχα με σαφήνεια στο μυαλό μου αυτό που εντέλει κάναμε, είχα όμως μια ανοιχτή διάθεση να δω τα κομμάτια αυτά διαφορετικά. Κάτι πολύ ενδιαφέρον κατά τη γνώμη μου είναι εδώ η χρήση και η ενορχήστρωση των μουσικών οργάνων, ότι χρησιμοποιούμε, ας πούμε, παραδοσιακά όργανα που μπαίνουν σε τραγούδια άλλων τόπων…
…Όπως η ποντιακή λύρα που μπαίνει σε ένα παραδοσιακό κρητικό τραγούδι;
Ναι, το συγκεκριμένο ήταν μια ιδέα του Σάκη Λάιου. Ή όπως το σαξόφωνο που μπαίνει στην «Πικροδάφνη». Όπως το σενάι, ένα παραδοσιακό όργανο από την Ινδία, που μπαίνει επίσης σε κάποιο άλλο τραγούδι. Σε αυτές τις στιγμές στο στούντιο κοιταζόμασταν, κάναμε μια καταφατική κίνηση μεταξύ μας και προχωρούσαμε χωρίς να διστάσουμε να χρησιμοποιήσουμε τέτοιες, ίσως όχι αναμενόμενες, ενορχηστρώσεις. Είναι βέβαια και πολύ σπουδαίοι οι μουσικοί με τους οποίους παίζω και κάναμε αυτή τη δουλειά, τους εκτιμάω και τους θαυμάζω πολύ για τις γνώσεις και την αντίληψή τους. Είναι εξαιρετικοί και κάνουν ένα σωρό πράγματα γύρω από τη μουσική, διδάσκουν σε παιδιά, καταγράφουν μουσικά αρχεία, φτιάχνουν μπάντες, ενορχηστρώνουν δουλειές και δίσκους άλλων καλλιτεχνών, από όπερες μέχρι έθνικ παραγωγές, τους βγάζω το καπέλο.
Πώς έγινε η επιλογή των τραγουδιών του δίσκου; Είναι ένας κύκλος. Πιάνουμε τα άκρα. Ξεκινάμε από τα δικά μας, «Ο λε, λε, λε» και «Άννα μου, Αννούλα», πάμε δυτικά στην Ήπειρο με την «Πικροδάφνη», κατεβαίνουμε στην Κρήτη με το «Τούτο το μήνα» και ανεβαίνουμε από τα νησιά με το «Τρεχαντηράκι» ξανά επάνω. Εδώ να σου πω μετάνιωσα που δεν συμπεριέλαβα ένα ακόμη τραγούδι που ήταν έτοιμο, το «Μάγια μου ‘χεις καμωμένα» από την Ήπειρο γιατί είχα σκεφτεί πως αφού έχουμε την «Πικροδάφνη» θα ήταν κάτι όμοιό του. Πιστεύω όμως ότι έκανα λάθος…
Παρουσιάζετε τη δουλειά αυτή όχι σε μια μουσική σκηνή αλλά σε ένα θέατρο… Πάμε να παρουσιάσουμε τη δουλειά μας αυτή σε ένα χώρο όπου δεν θα υπάρχουν ποτά, τσιγάρα, η συναλλαγή μας με το κοινό θα έχει να κάνει μόνο με το μουσικό μέρος αυτής της ιστορίας, δεν θα υπάρχει περιρρέουσα ατμόσφαιρα μαγαζιού.
Αυτό σε ενοχλεί; Όχι πάντα. Με ενοχλεί όταν είναι υπερβολικό κι όταν δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι σωστά. Και από τις δυο πλευρές, και τη δική μας που παρουσιάζουμε κάτι και του ακροατή που δεν μπορεί κάτω από κακές συνθήκες να απολαύσει κάτι για το οποίο ήρθε.
Το ότι τα περισσότερα μουσικά προγράμματα στην Ελλάδα ξεκινούν τόσο πολύ αργά σε ενοχλεί; Αυτό με ενοχλεί πάρα πολύ. Και δεν ξέρω πώς καταφέραμε να φτάσουμε σε αυτό το σημείο. Πραγματικά δεν μπορώ να το εξηγήσω. Δεν έχω βρει μια δικαιολογία που να πείθει κι εμένα και όλους τους ανθρώπους με τους οποίους το έχω κουβεντιάσει κατά καιρούς. Όλο αυτό το ατέλειωτο ξενύχτι για να περιμένεις να ξεκινήσει μια μουσική σκηνή, δεν ξέρω… Κι έχω και μια αίσθηση ότι αυτό το φαινόμενο στη Θεσσαλονίκη είναι λίγο πιο έντονο.
Έχει αλλάξει ο τρόπος που ακούνε οι άνθρωποι που έρχονται στις συναυλίες; Δεν θα έλεγα ιδιαίτερα. Κάποιος που έρχεται να ακούσει κάτι έχει μια διάθεση καλή απέναντι στον καλλιτέχνη. Εξαρτάται και από τον καλλιτέχνη, τι συνέπεια και τι απόδοση έχει σε αυτό που παρουσιάζει και κάνει. Αυτό όμως που έχει αλλάξει πάρα πολύ τα πράγματα, γενικά, τα τελευταία χρόνια, είναι η επιρροή της τηλεόρασης. Η τηλεόραση δημιουργεί «είδωλα» κι ο κόσμος τρέχει να τα ακούσει, φτιάχνει μύθους για ανθρώπους που δεν το αξίζουν και δεν το «ψάχνει» ή δεν έχει τη δυνατότητα της ενημέρωσης καθώς από εκεί μαθαίνει, αυτά ξέρει. Το βλέπεις ιδιαίτερα στην επαρχία όπου ο κόσμος δεν προσπαθεί να ανακαλύψει τι γίνεται στο μέρος της, αλλά εύκολα παραμυθιάζεται με τα προϊόντα της τηλεοπτικής παραγωγής.
Πώς και δεν έφυγες όλα αυτά τα χρόνια για την Αθήνα; Ήρθα να ζήσω στη Θεσσαλονίκη από το χωριό, τα Βασιλικά, όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα και ήταν ένα όνειρο ζωής να το κάνω αυτό, να περπατάω σε αυτήν την πόλη, να βλέπω τα καλά και τα στραβά της που είναι πάρα πολλά. Σιγά -σιγά με τα χρόνια, από τα δεκαεφτά μου που είμαι εδώ, έκανα φίλους, γνώρισα ανθρώπους που θαύμαζα, συναναστράφηκα μαζί τους κι όλο αυτό το πράγμα έδενε και πιο πολύ. Όταν μου δόθηκε αυτή η περίφημη ευκαιρία, που δίνεται στους ανθρώπους που ασχολούνται με το τραγούδι, να κατέβω στην Αθήνα, ένιωσα μάλλον έναν τρόμο. Δεν μου φάνηκε καθόλου βολικό να φύγω από την πόλη μου και να ζήσω κάπου αλλού. Και να σου πω την αλήθεια, αν το έκανα ποτέ θα το έκανα για να πάω να ζήσω σε μια μικρότερη πόλη…
Info
Σάββατο 22 Μαρτίου
Δημοτικό Θέατρο Καλαμαριάς
Μεταμορφώσεως 7-9, Τ: 2310 458591
Εισιτήριο €15, έναρξη 21.00
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου