Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2008

Η ξενεροποιός φύση του έλληνος οδηγού...


Μια φυλή που πέρασε από τη φεουδαρχία στη μεταβιομηχανική κοινωνία και από τον τρίτο κόσμο στον πρώτο μέσα σε τρεις δεκαετίες, οι Έλληνες αδυνατούν να δουν το αυτοκίνητο σαν μια απλή μηχανή ή μέσο μετακινήσεως

Ο οδηγός μέσα στην διακόσια-κάτι μαύ-ρη ες ελ κέυ ήταν ένα παιδαρέλι. Αν και το κρύο του απογεύματος ήταν τσουχτερό, είχε το αυτοκίνητο ανοιχτό, ύφος αφηρημένο, κοψιά αδιάφορη, σχεδόν χωρίς χαρακτήρα και χωρίς αποχρώσα υπόσταση, πρόσωπο μάλλον άχαρο και αδόνητο. Φορούσε στο κεφάλι ένα κωμικό μάλλινο σκούφο που τον έβγαζε σε τέλεια αντίστιξη με το σχετικά καλό όχημά του. Δεν θα είχε κανείς κανένα λόγο να τον προσέξη, αν δίπλα στην πισινή πινακίδα δεν σου τράβαγε το μάτι ένα στίκερ με τον Τσέ Γκεβάρα όπως όλοι τον ξέρουμε -με τον μπερέ, την πίπα και τα μαλλιά του στον αέρα. «Η κατανάλωση δεν επισκιάζει πρότυπα και σύμβολα, απλώς τα εκθέτει ανεπανόρθωτα», σκέφθηκα. Ο φέρων πάλι, το μειράκιο των εικοσιλίγων ετών, είναι εντελώς ανεύθυνος της μηδαμινότητάς του, που μάλιστα την εκπληρώνει στην εντέλεια: προσφέρει το σωστό, ουδέτερο υποκείμενο για μια σειρά από λουστραρισμένα, περίβλεπτα, κομψά ή μοδάτα αντικείμενα. Κουβαλάει νιάτα χωρίς ζωντάνια, τεχνολογία χωρίς εξυπνάδα, επανάσταση χωρίς σπίθα.

Η παραδίπλα κυριούλα μέσα στο επιβλητικό SUV της (δεν ξέρω γιατί ντε και καλά τις λέω «σουβλατζούδες» αυτές τις κοπελιές με τα αυτοκίνητα που, για τη σωματική τους κατασκευή, φαντάζουν σαν ερπυστριοφόρα), α, αυτή ΕΙΧΕ χρώ-μα. Καλοτυλιγμένη μέσα σε κάτι ακριβό σαν μπέρμπερυ’ζ, με περιποιημένο ξανθό μαλλί, προσεκτικά βαμμένη, θα ήταν χάρμα οφθαλμών, αν το πηγούνι και τα χείλη της, σφιγμένα με μια έκφραση μισοαγανακτισμένης μπαναλιτέ, δεν πρόδιδαν μάλλον ύποπτη κοινωνική προέλευση, αλλά με καλό ριζικό. Εμφανώς κάποιος τη σύγχυσε τη μανδαμίτσα -κι όταν της έδωσα την προτεραιότητα, η ματιά της προς την κατεύθυνσή μου έδειχνε μόνο μια βαριεστημένη επιθετικότητα. Δεν χαιρετάνε αυτές οι κοπέλες, σκέφθηκα, είτε τις διευκολύνεις είτε τους δώσης προτεραιότητα. Δεν σε κοιτάνε καν, παρά μόνο αν χρειασθή, για να σε βρίσουν. Όπως η κοπελίτσα, νεότατη και πολύ όμορφη μελαχρινούλα, που πριν λίγες μέρες με είχε λούσει με τα εξ αμάξης, μόνο και μόνο διότι διέσχιζα τη διάβαση πεζών, χωρίς να έχη προσέξει ότι η ίδια παρέβαινε κόκκινο φανάρι. Είναι, οι καημένες, φοβικές και αμήχανες στην άμυνά τους.

Αν ο Φρόυντ ήθελε να μελετήση τη σχέση του αυτοκινήτου με τον ψυχισμό του Έλληνα, ίσως θα είχε γράψει νέα κεφάλαια στην θεωρία του για το σεξ και τα φύλα. Για μια φυλή που πέρασε από τη φεουδαρχία στη μεταβιομηχανική κοινωνία και από τον τρίτο κόσμο στον πρώτο μέσα σε τρεις δεκαετίες, οι Έλληνες αδυνατούν να δουν το αυτοκίνητο σαν μία απλή μηχανή ή μέσο μετακινήσεως.

Για τον άνδρα, είναι το σύμβολο του κοινωνικού του στάτους ή των φιλοδοξιών του, ο διερμηνέας των μηνυμάτων των φερομονών του προς πάσα κατεύθυνση, ή, απλώς, «το εργαλείο του», η προέκταση του φαλλού του, άλλοτε ακριβό, μεγάλο, αξιόπιστο, ανθεκτικό και σταθερό, άλλοτε χαριτωμένο, γρήγορο, ευέλικτο και ατίθασο. Η αργή ταχύτητα λέει «θαυμάστε με, προελαύνω», οι σφήνες «δεν ξέρεις από πού θα σού χωθώ».

Για τη γυναίκα πάλι, είναι ταυτόχρονα η χειραφέτηση και η πανοπλία, η ανεξαρτησία της από το σπίτι - φυλακή, η ελευθερία της και η ελκυστική, κινητή οχύρωσή της. Μια πανοπλία, βέβαια, που κουβαλιέται αρκετά δύσκολα, όπως και η χειραφέτηση. Η γυναίκα δίνεται στο αυτοκίνητο όπως στον εραστή της τις περισσότερες φορές: μηχανικά, νευρικά, αμήχανα, σφιγμένα και ενοχικά. Έτσι και οδηγεί, κι ας έχη τουπέ. Δεν κοιτάζει γύρω της, ούτε από τους καθρέφτες. Η ιδιοδεξία της είναι απασφαλισμένη, ο προσανατολισμός της κατά κανόνα εκμηδενισμένος, ενώ τα αξεσουάρ της, τσιγάρο, κινητό, κραγιόν στο φανάρι και καλή καρδιά, αποσκοπούν στο να της θυμίσουν το τι θα ήθελε να κάνη στην πραγματικότητα.

Κι όλοι μαζί, γυναίκες και άντρες, ως πεζοί νοιώθουν να προηγούνται επειδή είναι πεζοί, ως οδηγοί δεν νοιώθουν να προηγούνται διότι οι άλλοι είναι πεζοί. Το άγχος με το οποίο οδηγούν, και που εκδηλώνεται πάντα, και όχι μόνον όταν έχουν αργήσει στη δουλειά τους, είναι το διάχυτο άγχος της ενδεχομένης ανεπαρκείας τους ή ο μύχιος φόβος ότι θα «καπελωθούν» ή θα υπερσκελισθούν.

Ο Έλληνας οδηγός δεν είναι ιππότης, ούτε και η Ελληνίδα αμαζόνα της ασφάλτου -κι ούτε μπορείς να είσαι κάτι τέτοιο, όταν ο μπαμπάς σου μετά βίας καβάλαγε γαϊδούρια και μουλάρια. Ο ιδιότυπος ελληνικός οδικός πολιτισμός δείχνει εμφανέστερα από κάθε εκδήλωση της ζωής μας την κοινωνική μας βραδυπορία και, συχνά, την προσωπική μας βραδύνοια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: